- ἐπιπνεῦσαι
- ἐπιπνέωbreathe uponpres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic)ἐπιπνέωbreathe uponaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀπιπνεῦσαι — ἐπιπνεῦσαι , ἐπιπνέω breathe upon pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) ἐπιπνεῦσαι , ἐπιπνέω breathe upon aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαίσιος — α, ο (AM ἐξαίσιος, ον και ἐξαίσιος, α, ον) [αίσιος] 1. έξοχος, θαυμάσιος («εξαίσιο ταξίδι») 2. (επίρρ. εξαίσια και εξαισίως πάρα πολύ, πολύ ωραία, υπέροχα νεοελλ. γοητευτικός («εξαίσιο παρουσιαστικό») αρχ. μσν. εκπληκτικός, ασυνήθιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek